- θηγάνῃ
- θηγάνηwhetstonefem dat sg (attic epic ionic)θηγάνωpres subj mp 2nd sgθηγάνωpres ind mp 2nd sgθηγάνωpres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θηγάνη — θηγάνη, ἡ (Α) [θήγω] 1. το ακόνι 2. παροξυσμός, ερεθισμός … Dictionary of Greek
θηγάνη — whetstone fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηγάναι — θηγάνη whetstone fem nom/voc pl θηγάνᾱͅ , θηγάνη whetstone fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηγάναισι — θηγάνη whetstone fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηγάνην — θηγάνη whetstone fem acc sg (attic epic ionic) θηγάνω pres inf act (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηγάνης — θηγάνη whetstone fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήγανον — θήγανον, τὸ (Α) η θηγάνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θήγω. Παράλλ. τ. τού θηγάνη] … Dictionary of Greek
θηγάνας — θηγάνᾱς , θηγάνη whetstone fem acc pl θηγάνᾱς , θηγάνη whetstone fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήγω — και θάγω (Α) 1. οξύνω, ακονίζω 2. μτφ. παροτρύνω, ενθαρρύνω, εγκαρδιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρ. dhāgu «οξύς» και συνδέεται με το αρμ. daku «πέλεκυς». Η ύπαρξη τ. με ω (λ.χ. η γλώσσα τού Ησυχίου τεθωγμένοι μεθυσμένοι) αποτελούν ένδειξη σπάνιας … Dictionary of Greek
θαγάνεος — θαγάνεος, ον (Α) κοφτερός, οξύς. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. αντί *θηγάνεος (< θηγάνη ή θήγανον «πέτρα τού ακονίσματος» < θήγω «ακονίζω»] … Dictionary of Greek